- μπερμπαντεύω
- μπερμπάντεψα, γίνομαι μπερμπάντης, ζω άστατη ζωή, επιδίδομαι σε διασκεδάσεις και ηδονές: Τώρα που έμεινε χήρος μπερμπαντεύει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπερμπαντεύω — και μπιρμπαντεύω [μπερμπάντης] είμαι ή γίνομαι μπερμπάντης, επιδίδομαι σε διασκεδάσεις και ξεφαντώματα με γυναίκες («όλη τη νύχτα μπερμπαντεύει και το πρωί κοιμάται») … Dictionary of Greek
μπιρμπαντεύω — βλ. μπερμπαντεύω … Dictionary of Greek